γλωσσα

γλωσσα
    γλῶσσα
    атт. γλῶττα ἥ
    1) анат. язык
    

(γλώσσας τάμνειν Hom.; γ. καὴ χείλη Arst.)

    2) тж. pl. язык, речь; слова
    

γλώσσης χάριν Hes., Aesch. — по болтливости, чтобы язык потрепать;

    ἀπὸ γλώσσης Pind. — откровенно, открыто, Her., Thuc. на словах, устно, Aesch. по словам, на основании слов;
    κατὰ γλῶσσαν Soph. — на основании слухов, понаслышке;
    ὅ τι κὲν ἐπὴ γλῶσσαν ἔλθῃ εἰπεῖν Luc. — говорить (все), что придет на язык, что взбредет в голову;
    πᾶσαν γλῶσσαν ἱέναι Soph. — объявлять во всеуслышание, но γλῶσσάν τινα ἱέναι Her., Thuc. (тж. γλῶσσαν νομίζειν τινα и γλώσσῃ χρῆσθαί τινι Her.) говорить на каком-л. языке

    3) наречие, говор; тж. диалектизм или архаизм
    

τὸ σίγυνον Κυπρίοις μὲν κύριον, ἡμῖν δὲ γ. Arst. — у кипрян слово σίγυνον - «дротик» - в ходу, для нас же оно слово областное;

    κατὰ γλῶσσαν γράφειν Luc. — писать на языке областном или архаическом

    4) (в духовых инструментах) язычок
    

(τῶν αὐλῶν Aeschin., Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "γλωσσα" в других словарях:

  • γλώσσα — γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc/acc dual γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc/acc dual (ionic) γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσᾳ — γλώσσᾱͅ , γλῶσσα tongue fem dat sg (doric aeolic) γλώσσᾱͅ , γλῶσσα tongue fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλῶσσα — tongue fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — η 1. όργανο των ανθρώπων και των ζώων που βρίσκεται στο εσωτερικό του στόματος και χρησιμεύει στο μάσημα και στην κατάποση της τροφής καθώς και στην άρθρωση του λόγου, το αισθητήριο όργανο της γεύσης: Στέγνωσε η γλώσσα μου. 2. μτφ., αυτό που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. — γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. См. Язык до Киева доведет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γλωσσᾷ — γλωσσός talking fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαμική γλώσσα — Γλώσσα της Ταϊλάνδης, που ανήκει στην υποομάδα τάι της σινοθιβετανικής ομογλωσσίας (σινο θιβετανικές γλώσσες) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • βρετονική γλώσσα — Η γλώσσα των Βρετόνων κατοίκων της γαλλικής επαρχίας της Βρετάνης. Ανήκει στην κελτική ομάδα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Τη β.γ. μιλούν σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο άτομα, κυρίως αγρότες και ναυτικοί. Επίσημη όμως γλώσσα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • παλική γλώσσα — Παλαιά ινδοάρεια γλώσσα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από τους βουδιστές του Νότου. Είναι μία από τις παλαιότερες λαϊκές διαλέκτους της Ινδίας, σύγχρονη και συγγενής της κλασικής σανσκριτικής. Γράφεται με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»